σωματοφόρος

σωματοφόρος
σωματοφόρος
bearing a metallic substance
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σωματοφόρος — ον, ΜΑ (για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμα μσν. αυτός που μεταφέρει νεκρό αρχ. (για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • плотоносный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (σωματοφόρος) имеющей тело; облеченный в тело (Ав. 16 п. 9 Бог …   Словарь церковнославянского языка

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”